- υπολίμνιο
- το, Ντο κατώτερο στρώμα τού νερού σε μια λίμνη ή σε έναν ταμιευτήρα, το οποίο κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού στις εύκρατες περιοχές έχει θερμοκρασία μικρότερη από τη θερμοκρασία τών επιφανειακών νερών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypolimnion (< υπ[ο]-* + λίμνη + επίθημα -ιο[ν])].
Dictionary of Greek. 2013.